νοσταλγικός

νοσταλγικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσταλγία ή αυτός που προκαλεί νοσταλγία.
επίρρ...
νοσταλγικώς και ά
με νοσταλγικό τρόπο, με νοσταλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Εμμ. Λυκούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοσταλγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσταλγία: Νοσταλγικό το χώμα σου γλυκιά μου Αθήνα (Μαλακάσης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”