- νοσταλγικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσταλγία ή αυτός που προκαλεί νοσταλγία.επίρρ...νοσταλγικώς και άμε νοσταλγικό τρόπο, με νοσταλγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοσταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Εμμ. Λυκούδη].
Dictionary of Greek. 2013.